- ξεμανίκωτος
- -η, -ο[ξεμανικώνω]1. (για ένδυμα) αυτός που δεν έχει μανίκια («μπλούζα ξεμανίκωτη»)2. (για πρόσ.) αυτός που φορά ρούχα χωρίς μανίκια ή αυτός που έχει σηκωμένα τα μανίκια του, ανασκουμπωμένος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεμανίκωτος — η, ο αυτός που φορεί ρούχο χωρίς μανίκια ή έχει ανασηκωμένα τα μανίκια του, ανασκουμπωμένος, ξεμπράτσωτος: Το καλοκαίρι οι άνθρωποι γυρίζουν ξεμανίκωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμανίκωτος — η, ο (Μ ἀμανίκωτος) [μανίκιον] αυτός που δεν έχει μανίκια, που έχει γυμνά τα χέρια, ξεμανίκωτος … Dictionary of Greek
ξεμπράτσωτος — η, ο αυτός που έχει γυμνά τα μπράτσα, που φορεί ρούχο χωρίς μανίκια, ξεμανίκωτος, ανασκουμπωμένος: Μας ήρθε ξεμπράτσωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)